Skip to main content.
25/05/2008

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ του Γιάννη Δραγασάκη στην εφημερίδα «ΕΠΟΧΗ»

«ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ & ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ» ΕΝΑΣ ΣΤΟΧΟΣ ΠΟΥ ΥΠΕΡΒΑΙΝΕΙ ΝΔ ΚΑΙ ΠΑΣΟΚ                                    

1) Ποια η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας;

Η ελληνική οικονομία βρίσκεται ακόμη σε έναν κύκλο οικονομικής μεγέθυνσης με καθόλου ευκαταφρόνητους ρυθμούς από το 1994 ως σήμερα. Τα χαρακτηριστικά, όμως, αυτού του αναπτυξιακού κύκλου προεξοφλούν ότι ως επίλογο θα έχει μια, ενδεχομένως, πολύ σοβαρή κρίση. Πρώτον, γιατί η διεύρυνση των εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων θέτει όρια στη διεύρυνση της παραγωγής και της κατανάλωσης. Δεύτερο - το βλέπουμε και στις ΗΠΑ - δε μπορεί μια οικονομία να μεγεθύνεται στηριγμένη σε μία κατανάλωση που τροφοδοτείται σε μεγάλο βαθμό από δανεισμό, όπως γίνεται στην Ελλάδα.

2) Θα στερέψουν οι πηγές τροφοδοσίας της;

Αυξάνει το μέρος του εισοδήματος που θα πρέπει να εξοφλεί προηγούμενα δάνεια. Επομένως, θα μειώνεται το μέρος του εισοδήματος που θα μπορεί να διατίθεται στο μέλλον είτε για νέα κατανάλωση είτε για επένδυση. Τρίτον, δε μπορεί μια οικονομία να επεκτείνεται με ένα διευρυνόμενο έλλειμμα απασχόλησης και παραγωγής, όπως συμβαίνει σε μας, και που αντανακλάται τόσο στην ανεργία και το χαμηλό ποσοστό του οικονομικά ενεργού πλθυσμού όσο και στο έλλειμμα του Ισοζυγίου.

3) Ξεπερνά πλέον το 16% του ΑΕΠ.

Ναι, κάπου εκεί. Και τέταρτον, ορισμένες προωθητικές δυνάμεις όπως τα κοινοτικά κονδύλια, τα έσοδα από τη Ναυτιλία, αλλά και η ροή μεταναστών είτε έχουν ημερομηνία λήξης είτε δεν μπορεί να στηριχθεί κανείς στη διαιώνισή τους. Επομένως, βρισκόμαστε ακριβώς στη φάση όπου αυτή η ανάπτυξη αποδυναμώνεται, ο πληθωρισμός ενισχύεται και αρχίζουν να τίθενται ερωτήματα από διεθνείς επενδυτικούς κύκλους. Αυτό αφορά βέβαια, σε κάποιο βαθμό, όλες τις μεσογειακές χώρες.

4) Στην Ισπανία ήδη το πρόβλημα ανέκυψε.

Ακριβώς. Επομένως, διαμορφώνεται ένα σύγχρονο κοινωνικό πρόβλημα με τρεις αλληλένδετες διαστάσεις: πρώτον έχουμε μια οικονομία με διευρυμένο παραγωγικό έλλειμμα, με ισχνή και ρηχή παραγωγική βάση και χαμηλό ποσοστό απασχόλησης, δεύτερον, αυτό συνυπάρχει με διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και τρίτον, όλα αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο που αναδεικνύεται με οξύτητα το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής και της ανάγκης για προστασία του περιβάλλοντος. Επομένως, είναι αναγκαία και επείγουσα μια νέα γενιά μεταρρυθμίσεων και  διαρθρωτικών αλλαγών που θα συνδυάζουν και τα τρία αυτά στοιχεία: αναδιανομή, διεύρυνση της παραγωγής σε ποιοτικά νέες κατευθύνσεις, προστασία του περιβάλλοντος. Γι΄ αυτό ακριβώς, από πολιτική άποψη, δεν μπορούμε να περιμένουμε τέτοιου τύπου μεταρρυθμίσεις ή αλλαγές ούτε από τη ΝΔ ούτε από το ΠΑΣΟΚ, και ούτε συνολικά από το δικομματικό πλαίσιο όπως διαμορφώθηκε.

Για παράδειγμα, ακόμη και τώρα, το ΠΑΣΟΚ παραμένει δέσμιο σε μια λογική που αποδέχεται τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία και απλά ασκεί κριτική στις υπερβολές και τις ακρότητές του.

6) Εκτός από την επιβράδυνση της οικονομίας, υπάρχει, όπως και εσύ είπες, και το ζήτημα της αδύναμης παραγωγικής βάσης. Το ποσοστό της μεταποίησης έχει φτάσει στο 12,4% του ΑΕΠ, η γεωργία στο 3,6%. Οι αιτιάσεις εναντίον μας ότι σχεδιάζουμε μια πολιτική αναδιανομής που θα διαβρώσει δήθεν την παραγωγή, ότι θα φύγουν οι επιχειρήσεις κ.τ.λ. είναι όχι μόνο τεχνοκρατικά λανθασμένες αλλά, δυστυχώς, και χωρίς αντίκρισμα.

Πράγματι, όπως ήδη είπα, έχουμε ένα πρόβλημα παραγωγικής βάσης το οποίο όμως δεν είναι μόνον ποσοτικό, είναι και ποιοτικό. Είναι, θα έλεγα, ένα πρόβλημα παραγωγικής εξειδίκευσης. Τα  τελευταία 10 χρόνια που επεκτάθηκε η οικονομία, βλέπουμε ότι ο μεγάλος όγκος των νέων θέσεων απασχόλησης δημιουργήθηκε σε τομείς όπως εμπόριο, εστιατόρια, τουρισμός ή σε διάφορες δουλίτσες αμφίβολης βιωσιμότητας. Πρέπει όμως να παράγονται και προϊόντα που να είναι διεθνώς εμπορεύσιμα και να ενσωματώνουν υψηλή προστιθέμενη αξία. Μεγάλωσε επίσης η εξάρτησή μας απʼ αυτό που ονομάζουμε συνήθως χρηματιστικό κεφάλαιο. Το κεφάλαιο αυτό δεν αναλαμβάνει μακροχρόνιες δεσμεύσεις. Συνήθως, αγοράζει για να πουλήσει. Έρχεται βαθμιαία,  αλλά μπορεί να αποχωρήσει απότομα.

Από την άλλη μεριά, το επιχείρημα ότι στα πλαίσια αυτά μια πολιτική αναδιανομής δεν μπορεί να εφαρμοστεί είναι διπλό λάθος, διότι αφενός είναι δύσκολο να εφαρμόσει κανείς πολιτική επέκτασης της παραγωγής χωρίς να υπάρχει και το στοιχείο της αναδιανομής. Βεβαίως ως αναδιανομή νοούμε όχι μόνο την εισοδηματική αναδιανομή, αλλά και ανακατανομής στη χρήση των πόρων ανάμεσα σε κατανάλωση και επένδυση, και ειδικότερα στην προστασία του περιβάλλοντος και την αλλαγή του κοινωνικού προτύπου. Με αναδιανομή πρέπει να εννοούμε ακόμη την ενίσχυση του κοινωνικού μισθού, του κοινωνικού κράτους, καθώς και την αναδιανομή μεταξύ ιδιωτικών και συλλογικών αγαθών υπέρ των δεύτερων. Επομένως, από τη μια μεριά, η αναδιανομή, με αυτό το ευρύτερο περιεχόμενο,  είναι όρος και για τη διεύρυνση της παραγωγής στις σημερινές συνθήκες. Από την άλλη πλευρά πάλι, η αναδιανομή δε μπορεί να είναι αποσπασμένη από μια στρατηγική διεύρυνσης της παραγωγικής βάσης.

'Αρα η πολιτική μας, η δυναμική της, θα περιέχει τρία στοιχεία: την αναδιανομή, τη διεύρυνση της παραγωγής και της απασχόλησης σε ποιοτικά νέες κατευθύνσεις και βέβαια την προστασία του περιβάλλοντος.

7) Σύμφωνοι, όμως επειδή για πολλά χρόνια είχαμε αύξηση του ΑΕΠ και συγχρόνως μεγάλη διεύρυνση των ανισοτήτων, το πρώτο σκέλος της αναδιανομής έχει μια αυτόνομη αξία.

Φυσικά, αλλά η αναδιανομή πρέπει πάντα να εντάσσεται σε μια στρατηγική διεύρυνσης της παραγωγικής βάσης και της απασχόλησης Δε νοείται αναδιανομή υπέρ των εργαζομένων με αύξηση της ανεργίας! Η αναδιανομή ασφαλώς έχει την αυτονομία της, αλλά πάντα έχει επιπτώσεις στην παραγωγή και την απασχόληση, είτε θετικές είτε αρνητικές, ποτέ δεν είναι ουδέτερη.

8) Η ακρίβεια, οξύ κοινωνικό πρόβλημα, γίνεται και το πιο επικίνδυνο πολιτικά πρόβλημα για την Κυβέρνηση. Πώς προκύπτει και τι προτείνει η Αριστερά;

Η Αριστερά πρέπει να αντισταθεί στην άποψη ότι ακρίβεια είναι μόνο η άνοδος των τιμών. Το ίδιο αποτέλεσμα έχει κάθε τι που διευρύνει το χάσμα ανάμεσα στις διευρυνόμενες ανάγκες και τα μέσα για την ικανοποίησή τους. Μπορεί οι τιμές να μην αυξηθούν καθόλου αλλά οι ανάγκες κάποιου να μεγαλώσουν διότι μειώθηκε ο μισθός είτε έμεινε άνεργος. Μπορεί οι τιμές να μην ανέβουν ούτε να μειωθεί ο μισθός αλλά πάλι όλα να μας φαίνονται ακριβά διότι πρέπει να πληρώνουμε από την τσέπη μας φροντιστήρια, φάρμακα επειδή συρρικνώθηκε το κοινωνικό κράτος. Άρα πίσω από την ακρίβεια είναι η άνοδος των τιμών, το επίπεδο των πραγματικών διαθέσιμων εισοδημάτων και η διεύρυνση των αναγκών είτε εξ αιτίας της ανάπτυξής τους λόγω, π.χ., τεχνολογιών είτε διότι ενώ κάποιες ανάγκες τις καλύπταμε μέσω συλλογικών αγαθών τώρα, εξ αιτίας της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, επιβαρύνουν τον οικογενειακό μας προϋπολογισμό (υγεία, μεταφορές κ.ά.). Η ακρίβεια, λοιπόν, είναι όχι απλώς ένα τέρας, αλλά είναι ένα πολυκέφαλο τέρας. Πρέπει να κτυπηθούν ταυτόχρονα όλα τα κεφάλια. Διαφορετικά κτυπώντας μόνο το ένα, μπορεί να μεγαλώσουν τα άλλα.

9) Πώς ορίζεται, λοιπόν, μια πολιτική κατά της ακρίβειας;

Μπορεί σχηματικά να πούμε ότι θα έχει τουλάχιστον τέσσερα κεφάλαια: Το πρώτο, αφορά τον έλεγχο των τιμών. Το δεύτερο, την αύξηση των εισοδημάτων. Το τρίτο, τον κοινωνικό μισθό, που πρέπει να τον ξαναφέρουμε στην επιφάνεια, και να διεκδικήσουμε την διεύρυνσή του. Το τέταρτο, την ανάγκη μεταρρυθμίσεων που αναδεικνύεται μέσω και της ακρίβειας π.χ. σε διάφορους τομείς όπως Τράπεζες, στέγη, ακτοπλοΐα κλπ. Διαρθρωτικό πρόβλημα είναι, λοιπόν, τελικά η ακρίβεια και με διαρθρωτικές πολιτικές να το αντιπαλέψουμε, πάντα βέβαια στηριγμένες σε ένα ισχυρό κίνημα αντίστασης στις αυθαιρεσίες των αγορών.

Δημόσιος Τομέας και Αριστερά

10) Ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορήθηκε πρόσφατα ότι βυθίζεται στον κρατισμό. Είναι η νέα γενιά κατηγοριών μετά τα περί κόμματος διαμαρτυρίας, μαξιμαλισμού κτλ. Λοιπόν;

Μπορούμε να το εντάξουμε στο γενικότερο πλαίσιο ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Οι νεοφιλελεύθεροι θεωρούν όλους τους άλλους κρατιστές. Εν τούτοις, υπό τη σημαία του αντικρατισμού, έχουμε τη γιγάντωση του κράτους όχι βέβαια στους τομείς κοινωνικής πολιτικής. Σίγουρα ΄΄όμως αυτό συμβαίνει στον τομέα της καταστολής αλλά και στον τομέα των οικονομικών μηχανισμών. Μήπως στην Ελλάδα οι βασικοί μοχλοί οικονομικής ανάπτυξης δεν είναι το δημόσιο χρήμα; Κράτος, ΚΠΣ, επιδοτήσεις του αναπτυξιακού Νόμου, οι συμβάσεις Παραχώρησης με τις οποίες πια γίνονται όλα τα μεγάλα δημόσια έργα, ΣΔΙΤ κλπ. Παγκόσμια είδαμε επίσης τις πρόσφατες επανακρατικοποιήσεις λόγω της κρίσης ή να αποσύρονται ασθενή ομόλογα από το κράτος και να ρίχνεται υγιές χρήμα. Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι το αντίθετο  του κρατισμού. Αντίθετα το κράτος είναι αναντικατάστατο όπλο του  προκειμένου να εξασφαλισθεί η κοινωνικοποίηση των ζημιών και η  ιδιωτικοποίηση των κερδών: αυτό αποκαλύπτεται μπροστά μας.

Χρειάζεται συνεπώς τώρα, όχι άμυνα αλλά αντεπίθεση ενάντια στον αυταρχισμό και υποκριτικό αντικρατισμό του νεοφιλελευθερισμού, με ταυτόχρονη σαφή οριοθέτηση και διαφοροποίησή μας από την αντίληψη του ΚΚΕ που κατανοεί τη δημόσια ιδιοκτησία και το κράτος ως αυτοσκοπό και όχι ως μια από τις (πολλές) προσπάθειες στη βάση των οποίων μπορεί να συγκροτηθεί μια αριστερή πολιτική.

11) Οι δημοσκοπήσεις μας ενθαρρύνουν, ο κόσμος δεν είναι πια υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων. Είπαμε τη θέση μας για τον ΟΤΕ. Επείγει να πούμε ποια η νέα μας ματιά για το Δημόσιο Τομέα.

Θέλει όμως και προσοχή. Διότι λόγω της μακροχρόνιας πίεσης απ΄ το νεοφιλελευθερισμό και τα προβλήματα, ωθούμαστε να πούμε ότι το κράτος από μόνο του είναι η λύση. Αυτό θέλει προσοχή και δεν νομίζω ότι αρκεί να λέμε π.χ., ότι εμείς θέλουμε ένα άλλο κράτος το οποίο θα το κάνουμε όταν ανατρέψουμε τον καπιταλισμό και πάρουμε την εξουσία. Διότι και για τότε υπάρχει θέμα για το κράτος, όπως έδειξε η εμπειρία του υπαρκτού σοσιαλισμού.

12) Είναι γνωστά πια αυτά.

Ακριβώς γιʼ αυτό, πρέπει από τώρα να αναδεικνύουμε τις προϋποθέσεις για δημοκρατική λειτουργία και κοινωνικό προσανατολισμό της δράσης του δημόσιου τομέα, γεγονός που καθιστά αναγκαίο να μιλήσουμε με όρους εναλλακτικής όσο και συγκεκριμένης πολιτικής.  

Για τους ίδιους λόγους, χρειάζεται επίσης ένα κίνημα που θα έχει ως στόχο του τη λειτουργία των δημόσιων επιχειρήσεων, που θα ελέγχει κατά πόσο υπηρετούν την κοινωνία ή γίνονται δημόσιο κέλυφος για τη συγκρότηση στο εσωτερικό τους ιδιωτικών συμφερόντων. Πολύ σοβαρό θέμα αυτό, ιδιαίτερα για δημόσιες επιχειρήσεις που διαχειρίζονται κοινωνικά αγαθά όπως π.χ. το νερό. αλλά και σε χώρους όπως το ΕΣΥ, το Πανεπιστήμιο κ.τ.λ. Είναι, πιστεύω, ένα στοίχημα για την Αριστερά αυτό. Διότι, εάν πάψει το κοινωνικό αγαθό να είναι κοινωνικό και λειτουργεί σαν εμπόρευμα, μέσα στο δημόσιο κέλυφος, τότε χάνει την κοινωνική νομιμοποίησή του, ως «κοινωνικό αγαθό». Μπορεί ακόμη και να δημιουργηθούν οι συνθήκες ώστε η ίδια η κοινωνία να ζητήσει τότε την ιδιωτικοποίησή του.

13) Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, τώρα ανακαλύπτει τα προβλήματα από τις ιδιωτικοποιήσεις! Το είπε σε συνέντευξή του στον Ελ. Τύπο της Κυριακής ο κ. Αλογοσκούφης: φοβάται επιθετικές εξαγορές, απώλεια ελέγχου κ.τ.λ.

Εκτιμώ ότι ειδικά με τον ΟΤΕ η κυβέρνηση φοβάται. Δεν είναι ούτε η ίδια σίγουρη για τα αποτελέσματα της πολιτικής της.

14) Εμφανίζονται - κυβέρνηση και ΠΑΣΟΚ - σαν μαθητευόμενοι μάγοι, στην κυριολεξία.

Ας το θέσουμε ως εξής. Ν.Δ.  αλλά και ΠΑΣΟΚ θεοποίησαν τις ιδιωτικοποιήσεις. Ειδικά στο ΠΑΣΟΚ επικράτησε η άποψη ότι η Αριστερά δεν πρέπει να είναι αντίθετη στις ιδιωτικοποιήσεις ούτε πρέπει να ενδιαφέρεται για επανακρατικοποιήσεις. Και ότι το κράτος δεν πρέπει να ασχολείται με επιχειρήσεις. Αυτός είναι ο πυρήνας της δικομματικής νεοφιλελεύθερης συναίνεσης.

Τώρα διεθνώς ζούμε τις αποτυχίες, τα προβλήματα και τα αδιέξοδα αυτής της αντίληψης.

Τώρα, αρχίζουμε να έχουμε σποραδικά επανακρατικοποιήσεις. Η λάμψη της ιδιωτικοποίησης έχει θαμπώσει. Το δεύτερο είναι ότι  εμφανίζεται ένας παγκόσμιος ανταγωνισμός για τον έλεγχο των αγορών μέσω της εξαγοράς και του ελέγχου στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων. Το θέμα με τα «κρατικά επενδυτικά κεφάλαια» δεν είναι αστείο. Ούτε λεπτομέρεια. Αν ο πρόσφατος κρατικός παρεμβατισμός στις χώρες με κρίση – ΗΠΑ – εμφανίζεται ως εργαλείο απορρόφησης των ζημιών, στις χώρες που έχουν πλεονάσματα όπως Κίνα, Ρωσία, Αραβικές Χώρες, αναπτύσσεται ένας νέος κρατικός παρεμβατισμός, ο οποίος μέσω της εξαγωγής κεφαλαίων θέλει να επιτύχει αυξημένη κερδοφορία αλλά και έλεγχο επιχειρήσεων και, μέσω αυτών, λειτουργιών και κλάδων.

Φτάσαμε έτσι στο σημείο που επεσήμανες, ο κ. Αλογοσκούφης να αναγνωρίζει στα λόγια τη σημασία του ποιος έχει τις μετοχές μιας επιχείρησης.  Χωρίς το 50% + 1 μετοχή δεν είσαι σίγουρος ότι μπορείς να αμυνθείς σε ενδεχόμενη επιθετική εξαγορά. Το λέγαμε από χρόνια και το χλεύαζαν. Τώρα ο κ. Αλογοσκούφης ανακαλύπτει το ζήτημα. Εκκρεμεί πάντως το να το αναγνωρίσουν και στο ΠΑΣΟΚ.

15) Συζητούνται αυτά διεθνώς στην Αριστερά;

Είναι προφανές ότι, παρά τα βήματα που έχουν γίνει τελευταία, υστερούμε σοβαρά ακόμη στο θέμα αυτό.

16) Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να προχωρήσει στη συγκρότηση προγράμματος. Πώς το βλέπεις ως διαδικασία και ως ουσία; Τα κόμματα της διακυβέρνησης «παραβιάζουν» τα προγράμματά τους. Εμάς, όμως, μας εγκαλούν ότι δεν έχουμε.

Θέσεις και προγράμματα για να απαντάμε στις αιτιάσεις των αντιπάλων μας έχουμε. Οι δικές προοπτικές και οι προσδοκίες του κόσμου είναι αυτές που μας δημιουργούν σήμερα μεγαλύτερες απαιτήσεις.

Νομίζω ότι και πρέπει, αλλά και μπορούμε να κάνουμε και πολλή και ενδιαφέρουσα δουλειά. Δεν πρέπει, δηλαδή, να το δούμε σαν πρόβλημα που απορρέει από την πίεση των αντιπάλων, αλλά ως μία πτυχή της δυναμικής μας.

Προσωπικά έχω πολύ θετική εμπειρία από το προγραμματικό συνέδριο του Συνασπισμού το 2003. Κάναμε έντεκα προ-συνέδρια και ανοίξαμε θέματα που μερικοί θεωρούσαν ταμπού. Και αντί να υπάρξουν άγονες αντιπαραθέσεις, η συζήτηση ήταν πολύ γόνιμη. Ειδικά για το Συνασπισμό αυτή ήταν και η μήτρα γιʼ αυτό που ονομάστηκε «αριστερή στροφή», που οδήγησε στο ΣΥΡΙΖΑ και έφερε τη νέα δυναμική. Ο κόσμος της Αριστεράς, αλλά και η κοινωνία θέλει μια αριστερά εξοπλισμένη προγραμματικά. Γιʼ αυτό και τώρα πιστεύω θα στηρίξει σχετικές πρωτοβουλίες.

Σε ό,τι αφορά τώρα το ερώτημά σου, η δική μου σκέψη είναι να ξεφύγουμε από την έννοια του Προγράμματος που το κατανοώ ως ένα κείμενο  με έναν αριθμό θέσεων, ένα κείμενο δηλαδή που το πιθανότερο είναι να μπει σε κάποιο συρτάρι. Να το δούμε ως μία διαδικασία με διάρκεια που θα περιλαμβάνει τη μελέτη προβλημάτων και θεμάτων, το διάλογο για τις αιτίες, τις λύσεις, τις διεθνείς εμπειρίες, τα κινήματα. Βεβαίως αυτή η διαδικασία θα καταλήγει κάπου, αλλά η κατάληξη δε θα είναι το τέρμα αλλά η αφετηρία αξιολογήσεων και περαιτέρω επεξεργασιών. Το βλέπω δηλαδή ως διαδικασία που θα έχει διάρκεια, θα είναι κυλιόμενη και κυρίως δε θα είναι διαδικασία γραφείου. Να βρούμε τις πρόσφορες διαδικασίες ώστε να εμπλακούν οι οργανωμένες δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και ευρύτερες. Το θέμα είναι, δηλαδή, να φτιάξουμε ένα πρόγραμμα δυναμικό και όχι στατικό και κυρίως να διαμορφώσουμε τελικά και μια αριστερή «προγραμματική συνείδηση», ένα κοινό που το όποιο πρόγραμμά μας θα νοείται ως το δικό του πρόγραμμα.

17) Και που θα το στηρίζει.

Βεβαίως. Να μην είναι ένα πρόγραμμα που συντάχθηκε, συμφωνήθηκε  και μπήκε στο ωραίο συρτάρι αλλά που θα είναι βιωματική σχέση με τα κινήματα και την κοινωνία. Και ο λαός της Αριστεράς να έχει επίγνωση ότι για το θέμα, π.χ., της ακρίβειας υπάρχει η πολιτική, είναι θεμελιωμένη και αποτελεί στόχο διεκδίκησης σήμερα και ενδεχομένως μιας κυβερνητικής πρότασης αύριο. Ισχύει για όλα αυτό. Και κάτι ακόμη που θα θεωρούσα σημαντικό για τη στρατηγική μας είναι μια διαρκής ένταξη των επιμέρους κινήσεων σε αυτό που ονομάζουμε όραμα, δηλαδή να αποκτά ο κόσμος τη συνείδηση μιας αριστεράς που παλεύει για το σήμερα, έχοντας όμως μια προοπτική για τον κόσμο και την κοινωνία.  

***ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ ΓΙΑ ΣΥΡΙΖΑ

Το έργο που ζούμε έχει, νομίζω, πολλές πράξεις. Στη διαπίστωση της κρίσης του ο δικομματισμός ενεργοποιεί δυνάμεις, αναζητά εφεδρείες για στήριξή του.

Οι επιθέσεις στο ΣΥΡΙΖΑ, στον Τσίπρα κ.τ.λ. δεν είναι τυχαία γεγονότα. Όμως οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, η κρίση γενικότερα και τα προβλήματα που αναδεικνύει κάνουν πάρα πολύ δύσκολη την αναστύλωση του δικομματισμού, διότι ζούμε τη διάψευση των προσδοκιών. Στο βαθμό που οι προσπάθειες αναστύλωσης του δικομματισμού θα αναδεικνύονται ατελέσφορες ενδεχομένως δούμε και γενικότερες πολιτικές ανακατατάξεις. Μʼ αυτή την έννοια δημοσκοπήσεις και προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ θα έχουν διακυμάνσεις, πάνω και κάτω. Δεν έχω την αίσθηση ότι έχουμε μπει σε φάση σταθεροποίησης. Η μόνη σταθεροποίηση είναι ότι η δυναμική υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώνεται, έχει διάρκεια και εύρος.

Η ανάκαμψη και η ανασύνθεση της Αριστεράς είναι ένα παγκόσμιο και πολύπρακτο έργο, το οποίο για να επιτευχθεί θα περάσει από «σαράντα κύματα». Ένα τέτοιο κύμα αρνητικό ζούμε τώρα με τα αποτελέσματα στη Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία κτλ. Νομίζω ότι οριοθετούν ένα τέλος σʼ αυτό που ονομάστηκε κεντροαριστερά, είναι μετασεισμοί. Αλλά, καμιά φορά, οι ήττες πληγώνουν και καθηλώνουν. Ας ελπίσουμε ότι αυτό δε θα συμβεί. Ότι αυτές οι   ήττες θα επαναφέρουν τα θέματα της αριστεράς, των κινημάτων, των συνεργασιών σε σωστή βάση.

Νομίζω πως έχουμε το δικαίωμα να νοιώθουμε καλά όλοι όσοι συμβάλαμε στο να υπάρξει αυτή η «μαγιά» που σήμερα αποτελεί τη βάση του ΣΥΡΙΖΑ.  Κάτι έχουμε πετύχει. Θυμίζω ότι εμείς, μετά τη διάσπαση του Κ.Κ.Ε. και του ΣΥΝ το 1991, αντιμετωπίσαμε το φάσμα της μη ύπαρξης ως συλλογικής πολιτικής οντότητας.

Με τη στήριξη ενός τμήματος του κόσμου της Αριστεράς και με την ανοχή του, διότι κάναμε και πολλά λάθη, καταφέραμε να κρατήσουμε ζωντανό και όρθιο το Συνασπισμό και να συμβάλλουμε στη δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ. Το θεωρώ έναν πολύ θετικό απολογισμό και από συλλογική και από προσωπική άποψη. Το λέω αυτό για να έλθω αμέσως το δεύτερο: αυτή η δυναμική που εκδηλώνεται και οι προσδοκίες που επενδύονται στο ΣΥΡΙΖΑ μας φορτώνουν με τεράστιες ευθύνες. Για να ανταποκριθούμε σʼ αυτές πρέπει να εμπιστευθούμε τις νέες γενιές, να επιταχύνουμε τα βήματά μας και να τα εντάξουμε σʼ ένα μεσο-μακροχρόνιο σχεδιασμό.